υπνοναστία

υπνοναστία
η, Ν
βοτ. κινήσεις ύπνου που σχετίζονται με την εναλλαγή τής ημέρας και τής νύχτας και οι οποίες πραγματοποιούνται από φυτικά τμήματα, ιδίως τα φύλλα και τα άνθη, τα οποία παίρνουν μια χαρακτηριστική θέση κατά τη διάρκεια τής νύχτας, αλλ. νυκτιναστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύπνος + ναστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”